Tisis

Δικηγορική Εταιρεία Tisis

Γ. Ταντανόζης και Συνεργάτες

Ο τραπεζικός δανεισμός με προσημείωση ακινήτου: δικαιώματα και προνόμια του πιστωτικού ιδρύματος.

Ο τραπεζικός δανεισμός με προσημείωση ακινήτου: δικαιώματα και προνόμια του πιστωτικού ιδρύματος.

Η εξασφάλιση του πιστοδότη και η προστασία του πιστολήπτη είναι σημαντικοί στόχοι για τα πιστωτικά συστήματα και την έννομη τάξη γενικά. Η ανάγκη για διπλή κάλυψη των συμφερόντων αυτών των ατόμων, που συχνά συγκρούονται, οδήγησε στη δημιουργία ενός εξασφαλιστικού συστήματος, με την έννοια της ασφάλειας να έχει κυρίαρχο ρόλο. Αυτό περιλαμβάνει την παροχή των κατάλληλων περιουσιακών στοιχείων στον πιστοδότη, στην περίπτωση που η πιστωτική σχέση απειλείται. Υπάρχουν διάφορες μορφές ασφάλειας, όπως οι προσωπικές (όπως οι συνοφειλέτες και οι εγγυητές) και οι εμπράγματες (όπως το ενέχυρο και η υποθήκη). Οι εμπράγματες ασφαλείς θεωρούνται ισχυρότερες από τις προσωπικές. 

Η προσημείωση υποθήκης αποτελεί έναν βασικό θεσμό εμπράγματης ασφάλειας, στον οποίο καταφεύγει το πιστωτικό ίδρυμα για τη χορήγηση πίστωσης. Αυτή η προσημείωση στηρίζεται στην υποθήκη και αποτελεί ουσιαστικά μία “προϋποθήκη” και ένα ασφαλιστικό μέτρο σύμφωνα με τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αρχικά, προσπαθούμε να ορίσουμε εννοιολογικά την προσημείωση υποθήκης και να παρουσιάσουμε τις προϋποθέσεις για την εγγραφή της από το πιστωτικό ίδρυμα. Τέλος, αναφέρουμε τα προνόμια που παρέχει στο πιστωτικό ίδρυμα σε περίπτωση έναρξης αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του αφερέγγυου πιστολήπτη, ενώ αναλύουμε και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που προσφέρει η εγγραφή της.

Εννοιολογική οριοθέτηση της προσημείωσης υποθήκης και οι προϋποθέσεις σύστασής της

Για να εγγραφεί υποθήκη από το πιστωτικό ίδρυμα, απαιτείται η ύπαρξη ενός τίτλου που να χορηγεί αυτό το δικαίωμα, σύμφωνα με το άρθρο 1260 του ΑΚ. Οι τίτλοι χωρίζονται σε τρία είδη: νόμιμος τίτλος, δικαστικός τίτλος και δικαιοπρακτικός τίτλος. Ο νόμιμος τίτλος παρέχεται με ειδική διάταξη νόμου για συγκεκριμένους δανειστές και απαιτήσεις. Ο δικαστικός τίτλος απαιτεί την ύπαρξη τελεσίδικης δικαστικής απόφασης που επιδικάζει την απαίτηση. Ο δικαιοπρακτικός τίτλος παρέχεται με δικαιοπραξία του οφειλέτη ή τρίτου προσώπου που έχει το ακίνητο και το επιβαρύνει με υποθήκη υπέρ του οφειλέτη. Ωστόσο, όταν ο δανειστής δεν έχει τίτλο για την εγγραφή υποθήκης, υπάρχει ο κίνδυνος ο οφειλέτης να απαλλοτριώσει την περιουσία του, να καταχρεωθεί ή να παραχωρήσει υποθήκη σε άλλο δανειστή. 

Ο θεσμός της προσημείωσης υποθήκης προσφέρει μια λύση για την αποτελεσματική προστασία του δανειστή που δεν έχει τίτλο για την εγγραφή υποθήκης. Η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης προτιμάται συχνότερα από τα τραπεζικά ιδρύματα, καθώς έχει χαμηλότερο κόστος και μπορεί να τραπεί σε υποθήκη, η οποία θεωρείται ότι υπάρχει αναδρομικά από την ημέρα εγγραφής της προσημείωσης και όχι από την ημέρα της τροπής της σε υποθήκη. Τα πιστωτικά ιδρύματα διέπονται επίσης από το καθεστώς του ν.δ./τος 17.7/13.8.1923, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 41 του ΕισΝΑΚ και το άρθρο 52 παρ. 3 του ΕισΝΚΠολΔ. 

Παρόλο που ο νόμος ισχύει για το ενέχυρο και την υποθήκη, δεν ισχύει για την προσημείωση υποθήκης. Έτσι, όταν μια τράπεζα έχει προσημείωση υποθήκης, εφαρμόζονται οι κοινές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σύμφωνα με τον Ειδικό Νόμο Πολιτικής Δικονομίας, οι διατάξεις για την υποθήκη που περιέχονται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ισχύουν και για την προσημείωση υποθήκης, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά. 

Σύμφωνα με την τρέχουσα άποψη και νομολογία, η προσημείωση υποθήκης ορίζεται ως μια προσωρινή υποθήκη, η οποία υπόκειται σε διπλή αναβλητική αίρεση. Αυτή προέρχεται από την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης και την υποχρέωση να μετατραπεί σε υποθήκη εντός 90 ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης. Για τη σύσταση προσημείωσης υποθήκης απαιτούνται η ύπαρξη της ασφαλιζόμενης απαίτησης, το αντικείμενο της προσημείωσης, ο τίτλος της προσημείωσης και η εγγραφή στο βιβλίο υποθηκών. 

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για την ασφάλιση μιας απαίτησης, αυτή πρέπει να προέρχεται από έγκυρη νόμιμη σχέση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των τραπεζών, η απαίτηση μπορεί να προκύψει από σύμβαση δανείου ή από σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως. Επιπλέον, με την υποθήκη μπορεί να διασφαλιστεί και μια μελλοντική απαίτηση, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο. Για τα πιστωτικά ιδρύματα, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ασφάλισης με προσημείωση ακινήτου για μελλοντική απαίτηση είναι ο αλληλόχρεος λογαριασμός που δεν έχει ακόμη κλείσει. 

Επιπλέον, όσον αφορά τους τόκους της απαίτησης που εξασφαλίζεται με υποθήκη, πρέπει να σημειωθεί ότι όταν η υποθήκη εγγράφεται για ένα συγκεκριμένο ποσό, αυτό το ποσό καλύπτει επίσης τους τόκους της απαίτησης που ασφαλίζεται, καθώς αποτελεί το μέγιστο ποσό που η τράπεζα θα λάβει. Ωστόσο, όταν η υποθήκη εγγράφεται για ένα συγκεκριμένο ποσό, αλλά προστίθεται η λέξη “εντόκως” ή μια παρόμοια λέξη, τότε το ασφαλιζόμενο ποσό περιλαμβάνει επίσης τους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 1289 του Αστικού Κώδικα. 

Σχετικά με τη δεύτερη προϋπόθεση για τη σύσταση προσημείωσης υποθήκης, το άρθρο 1259 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι η υποθήκη αποκτάται σε ακίνητα που μπορούν να πωληθούν και στην επικαρπία τους, για όσο διαρκεί αυτή η κατάσταση. Άρα, το αντικείμενο της υποθήκης είναι η κυριότητα ή η επικαρπία σε ακίνητο. Σύμφωνα με το άρθρο 1271, η εγγραφή υποθήκης είναι άκυρη αν το ακίνητο δεν ανήκει στον παραχωρητή της υποθήκης. Συνεπώς, το ακίνητο πρέπει να ανήκει είτε στον οφειλέτη είτε σε τρίτο που συναινεί σε αυτή τη διαδικασία. 

Σύμφωνα με το άρθρο 1274 του Αστικού Κώδικα, η προσημείωση υποθήκης εγγράφεται με δικαστική απόφαση, η οποία εκδίδεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 706 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Για να εκδοθεί η δικαστική απόφαση, ο δανειστής υποβάλλει αίτηση στο αρμόδιο Δικαστήριο, το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 683 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας είναι το Ειρηνοδικείο. Το Δικαστήριο αποδέχεται την αίτηση, εάν υπάρχει πιθανότητα ύπαρξης της απαίτησης που πρόκειται να ασφαλιστεί και εάν υπάρχει επικείμενος κίνδυνος ή επείγουσα περίπτωση. Επιπλέον, απαραίτητη προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης είναι να μην έχει ο δανειστής-πιστωτής τράπεζα τίτλο για την εγγραφή υποθήκης, διότι σε αυτήν την περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται λόγω έλλειψης νόμιμου συμφέροντος του αιτούντος δανειστή. 

Ειδικά όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα, η ασφάλεια με υποθήκη εγγράφεται γρήγορα με δικαστική απόφαση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με τη συναίνεση του πιστολήπτη ή του τρίτου που είναι κύριος του ακινήτου. Αυτό σημαίνει ότι ο δανειστής και ο οφειλέτης προσέρχονται εκουσίως στο Δικαστήριο και με τη συναίνεσή τους προκαλούν την έκδοση απόφασης για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, γνωστή ως “συναινετική” προσημείωση. 

Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση το εάν η πρακτική αυτή είναι συμβατή με τη φύση της προσημείωσης υποθήκης ως ασφαλιστικού μέτρου. Η προσημείωση υποθήκης εξαιρείται από την ιδιωτική αυτονομία και δεν μπορεί να συσταθεί με συμφωνία των ενδιαφερομένων. Αν μια τέτοια συμφωνία ήταν δεσμευτική για το Δικαστήριο, τότε η προσημείωση υποθήκης θα μετατρεπόταν από ασφαλιστικό μέτρο σε μέτρο ρυθμιστικό που επιβάλλεται από την εκουσία δικαιοδοσία. 

Για αυτό το λόγο, όπως αναγνωρίζεται, η δικαστική απόφαση δεν βασίζεται αποκλειστικά στη συναίνεση των μερών, αλλά στην ομολογία ή στην αποδοχή των πραγματικών περιστατικών που απαιτούνται για την προσημείωση. Ωστόσο, υπάρχει και η εξαίρεση της εγγραφής με βάση διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο και όχι δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τον νόμο. 

Σύμφωνα με το άρθρο 1276 του ΑΚ, η προσημείωση εγγράφεται στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο και το Κτηματολογικό Γραφείο, με την αναφορά ότι προσημειώνεται. Η προσημείωση ισχύει από την ημέρα της εγγραφής της στο βιβλίο υποθηκών ή την καταχώρισή της στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου. Με την εγγραφή στο δημόσιο βιβλίο, εξασφαλίζεται η απαραίτητη δημοσιότητα και ενημέρωση τρίτων για την ύπαρξη του επιβαρυμένου ακινήτου. Σε περίπτωση ύπαρξης άλλου εμπράγματου βάρους, ισχύει η αρχή της χρονικής προτεραιότητας (1300 ΑΚ).  

Η θέση του πιστοδότη μετά την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης – Διάφορες περιπτώσεις 

Σε αυτό το κεφάλαιο, προτείνεται να γίνει αρχικά διάκριση μεταξύ δύο περιπτώσεων: αυτής όπου η δανειακή σχέση θα ολοκληρωθεί ομαλά μέχρι την πλήρη αποπληρωμή και αυτής όπου ο δανειολήπτης θα αντιμετωπίσει δυσκολίες στην αποπληρωμή του χρέους ή θα αποδειχθεί ανίκανος. 

Σε περίπτωση που η δανειακή σχέση εξελιχθεί ομαλά και η οφειλή από το δάνειο εξοφληθεί, η προσημείωση υποθήκης μπορεί να εξαλειφθεί, καθιστώντας το ακίνητο ελεύθερο από οποιοδήποτε βάρος και εξασφάλιση. Σύμφωνα με το άρθρο 1330 του Αστικού Κώδικα, η προσημείωση μπορεί να εξαλειφθεί είτε με τη συναίνεση της τράπεζας που παραχώρησε το δάνειο με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, είτε με απόφαση δικαστηρίου που ανακαλεί την αρχική απόφαση για την εγγραφή της υποθήκης. 

Στην πράξη, η διαδικασία της “συναινετικής” εξάλειψης πραγματοποιείται μπροστά στο Δικαστήριο, το οποίο είχε εκδώσει την απόφαση εγγραφής, μετά από αίτηση του οφειλέτη. Με την αίτηση αυτή, ζητείται η έκδοση δικαστικής απόφασης που επιβάλλει την ανάκληση της απόφασης εγγραφής της σημείωσης από την ιδιοκτησία και την εξάλειψη της. Επιπλέον, η τράπεζα που είναι ο δανειστής, αφού η απαίτηση έχει εξοφληθεί, συμφωνεί στην εξόφληση μπροστά στο Δικαστήριο. Έπειτα, μετά την υποβολή των απαραίτητων δικαιολογητικών από τον οφειλέτη στο αρμόδιο Υποθηκοφυλακείο ή/και Κτηματολογικό Γραφείο, η σημείωση εξαλείφεται, δηλαδή διαγράφεται από το βιβλίο υποθηκών ή/και από τα κτηματολογικά έγγραφα. 

Σε περίπτωση που η δανειακή σχέση δεν εξελιχθεί ομαλά και σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, η τράπεζα που παρέχει το δάνειο μπορεί να λάβει μέτρα. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν την καταγγελία της σύμβασης και την άσκηση αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου για την έκδοση απόφασης. Εναλλακτικά, η τράπεζα μπορεί να επιλέξει να κινήσει τη διαδικασία της έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά του δανειολήπτη. Αφού εκδοθεί η δικαστική απόφαση ή η διαταγή πληρωμής, η τράπεζα έχει προθεσμία 90 ημερών για να προσημειώσει την υποθήκη στο βιβλίο υποθηκών ή να την καταχωρίσει στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ανάλογα με την επιλογή της τράπεζας. (βλ. άρθρο 1277 του ΑΚ) 

Η προσημείωση υποθήκης απαιτεί την πιθανολόγηση της απαίτησης του δανειστή ως ασφαλιστικό μέτρο. Για να οριστικοποιηθεί αυτή η προσημείωση σε υποθήκη, απαιτείται πλήρης βεβαιότητα για την ύπαρξη της απαίτησης, η οποία πρέπει να επιβεβαιώνεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει ταύτιση μεταξύ της απαίτησης που ασφαλίζεται με την προσημείωση και της απαίτησης που αναγράφεται στη δικαστική απόφαση ως ασφάλιση υπέρ του δανειστή. 

Με τη μετατροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, παράγονται όλες οι νόμιμες συνέπειές της αναδρομικά από τη στιγμή της εγγραφής της προσημείωσης. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν ο οφειλέτης μεταβιβάσει το ακίνητο σε τρίτο μετά την εγγραφή της προσημείωσης, η μετατροπή σε υποθήκη ισχύει και για αυτόν. Αντίθετα, αν δεν πραγματοποιηθεί η μετατροπή σε υποθήκη εντός της προθεσμίας των 90 ημερών από την τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την απαίτηση, τότε αυτόματα ακυρώνεται η προσημείωση, σύμφωνα με τον νόμο. 

Αν η σχετική σημείωση στο βιβλίο υποθηκών γίνει μετά την παρέλευση της προθεσμίας, τότε η υποθήκη στο επίμαχο ακίνητο συνιστάται, αλλά η ημερομηνία αναφέρεται στην ημέρα της εγγραφής της υποθήκης και όχι στην ημερομηνία εγγραφής της σημείωσης. 

Σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης επί του βεβαρημένου ακινήτου μετά την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, η τράπεζα ως ενυπόθηκος δανειστής αποκτά το δικαίωμα προνομιακής ικανοποίησης της ασφαλιζόμενης από την υποθήκη απαίτησης από το ενυπόθηκο ακίνητο. Επιπλέον, ο ενυπόθηκος πλέον δανειστής μπορεί να επισπεύσει την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του βεβαρημένου ακινήτου, σύμφωνα με τα άρθρα 1292 και 1294 του Αστικού Κώδικα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν εφαρμόζεται το 17.7/13.8.1923. 

Αντίθετα, αν η αναγκαστική εκτέλεση σε ένα βεβαρημένο ακίνητο έχει ήδη ξεκινήσει και ο προσημειούχος δανειστής, δηλαδή η τράπεζα, δεν πρόλαβε να εγγράψει την υποθήκη πριν την πλειστηριασμό, τότε η απαίτησή της κατατάσσεται ως “τυχαία”. Αυτό σημαίνει ότι η απαίτηση της τράπεζας θα κριθεί τελικά από το δικαστήριο ως έγκυρη ή μη, και το ακίνητο θα περάσει στον αγοραστή χωρίς υποθήκη. Αυτό είναι αντίθετο με την απαίτηση του ενυπόθηκου δανειστή που κατατάσσεται οριστικά. Η “τυχαία” κατάταξη του προσημειούχου δανειστή σημαίνει ότι κατατάσσεται προσωρινά μέχρι να αποφασιστεί τελικά η ουσιαστική έγκυρη απαίτησή του, και πάντως, με προνομιακή θέση, δηλαδή η κατάταξή του μετά την επίλυση της διαφωνίας θα έχει την τάξη και τη σειρά που θα είχε αν είχε εγγραφεί υπέρ του από την αρχή υποθήκη. 

Γενικά, η έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν εμποδίζει την επίτευξη της τελεσίδικης επιδίκασης της ασφαλιζόμενης απαίτησης και την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη. Ωστόσο, αν γίνει αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου πριν από την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, τότε η τροπή γίνεται αδύνατη λόγω της απόσβεσης της προσημείωσης. Αυτή η “ματαίωση” όμως δεν επηρεάζει την προνομιακή ικανοποίηση της απαίτησης του προσημειούχου δανειστή από το πλειστηρίασμα. Το άρθρο 978 παράγραφος 1 εδάφιο β’ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 4335/2015, έχει ως στόχο την ταχύτερη ικανοποίηση των προσημειούχων δανειστών, προβλέποντας την άμεση ικανοποίηση των δανειστών που έχουν καταταγεί τυχαία, με την παρουσίαση ισόποσης εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση τράπεζας που νόμιμα εδρεύει στην Ελλάδα. 

Όρισε, περαιτέρω, ότι, σε περίπτωση που δεν έχει πληρωθεί ο όρος υπό τον οποίο τελεί η τυχαία κατάταξη, δεν καταστεί δηλαδή η απαίτηση που ικανοποιήθηκε βέβαιη, ο δανειστής υποχρεώνεται να επιστρέψει εντόκως το ποσό που εισέπραξε (άρθρο 978 παρ. 1 εδ. γ’ του ΚΠολΔ).

Εκτός από τα παραπάνω, η νομολογία και η θεωρία αντιμετώπισαν το ζήτημα της δυνατότητας του προσημειούχου δανειστή να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του οφειλέτη ή του τρίτου κυρίου του ακινήτου πριν από την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη. Παρά την προηγούμενη αρνητική θέση της νομολογίας και της θεωρίας, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναγνώρισε στον προσημειούχο δανειστή το δικαίωμα να ασκεί εμπράγματη υποθηκική αγωγή και να επισπεύδει πρόωρη αναγκαστική εκτέλεση είτε κατά του οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου, αρκεί να διαθέτει εκτελεστό τίτλο για την απαίτησή του που ασφαλίζεται με την προσημείωση, ακόμη και αν δεν έχει γίνει ακόμη η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, με αποτέλεσμα η κατάταξη της απαίτησης να είναι προσωρινή. 

Η παραπάνω θέση βασίζεται στα άρθρα 993 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠολΔ και 41 του ΕισΝΚΠολΔ, τα οποία αναφέρονται στην εξομοίωση της προσημείωσης με την υποθήκη. Σύμφωνα με τη νομολογία, όταν ο ενυπόθηκος δανειστής έχει το δικαίωμα άσκησης εμπράγματης αγωγής, τότε η προσημείωση υποθήκης αποτελεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης υπό αναβλητική αίρεση. Αυτό σημαίνει ότι η υποθηκική αγωγή μπορεί να ασκηθεί από τον ενυπόθηκο δανειστή αλλά και από τον προσημειούχο, αν έχει τίτλο εκτελεστό για την αξίωση υπέρ της οποίας εγγράφηκε η προσημείωση υποθήκης. 

Συνεπώς, από τα παραπάνω προκύπτει ότι η θέση του δανειστή που κατέχει την προσημειωμένη απαίτηση πριν από τη μετατροπή της σε υποθήκη, εξαρτάται από το εάν έχει αποκτήσει εκτελεστό τίτλο εναντίον του οφειλέτη ή όχι. Σε περίπτωση που έχει εκτελεστό τίτλο, τότε είναι δυνατή η άμεση εκτέλεση στο ακίνητο που χρηματοδοτείται, ανεξαρτήτως του αν ανήκει στον οφειλέτη ή σε τρίτο πρόσωπο. 

Τέλος, υπάρχει ζήτημα σχετικά με το τι θα συμβεί με την υποθήκη σε περίπτωση που ο οφειλέτης ανακηρυχθεί σε πτώχευση. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν.δ./τος 4001/1959, η προσημείωση υποθήκης δεν επηρεάζεται από την πτώχευση του οφειλέτη, αρκεί να έχει γίνει πριν την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης. Επιπλέον, αν η υποθήκη έχει τεθεί υπέρ της τράπεζας, δεν ανακλητικεύεται σε περίπτωση πτώχευσης του δανειολήπτη. 

Από τα παραπάνω, προκύπτουν οι βασικές πτυχές του θεσμού της προσημείωσης υποθήκης, ο οποίος λειτουργεί τόσο ως υποθήκη υπό αίρεση όσο και ως ασφαλιστικό μέτρο. Αυτό το καθιστά ένα μέτρο που κινείται στο σημείο της αναγκαστικής εκτέλεσης και του ουσιαστικού δικαίου. Τα πλεονεκτήματα της εγγραφής της για το πιστωτικό ίδρυμα είναι το χαμηλότερο κόστος σε σχέση με τη διαδικασία εγγραφής υποθήκης και η δυνατότητά της να τραπεί σε υποθήκη, ακόμα και αναδρομικά. 

Αν και η υποθήκη υπό αίρεση, η προσημείωση υποθήκης παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα. Ένα από αυτά είναι η τυχαία, αλλά προνομιακή κατάταξη σε περίπτωση πλειστηριασμού. Αυτό σε συνδυασμό με τη δυνατότητα άσκησης εμπράγματης υποθηκικής αγωγής από τον πιστωτή (πιστωτικό ίδρυμα), όπως αναγνωρίζεται νομολογιακά, την καθιστούν σημαντικό εργαλείο εξασφάλισης. Αυτό το εργαλείο εξυπηρετεί τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, του πιστωτή και του δανειολήπτη. 

Πηγή: Justina  Αστικό δίκαιοΕμπορικό δίκαιοΝομοθεσίαΦιλοξενία απόψεων 15 Απριλίου, 2024 

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση στην κορυφή