Tisis

Δικηγορική Εταιρεία Tisis

Γ. Ταντανόζης και Συνεργάτες

Ανίσχυρη η απαγόρευση ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ως αντίθετη στο Σύνταγμα.

Ανίσχυρη η απαγόρευση ενημέρωσης του παρακολουθούμενου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ως αντίθετη στο Σύνταγμα.

 

Με την 465/2024 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε εν μέρει δεκτή αίτηση ακυρώσεως κατά πράξης του Προέδρου της Α.Δ.Α.Ε., με την οποία απορρίφθηκε το από 7.9.2022 αίτημα του αιτούντος, ευρωβουλευτή και Προέδρου του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, να του γνωστοποιηθούν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 4 και 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, η εισαγγελική διάταξη και ο πλήρης φάκελος με το υλικό που είχε συλλεγεί, μετά την επιβολή σε βάρος του του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του.

Οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, σύμφωνα με τον νόμο 2225/1994, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58/ΕΚ και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οδηγία 2002/58 πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση συλλογής προσωπικών δεδομένων μέσω παρόχων ηλεκτρονικών υπηρεσιών, ακόμα και όταν αυτή γίνεται με βάση υποχρέωση που επιβάλλεται από κρατικές υπηρεσίες για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μέτρα που παρεκκλίνουν από το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών χωρίς να επιβάλλουν υποχρεώσεις στους παρόχους υπηρεσιών, η προστασία των δεδομένων δεν διέπεται από την οδηγία 2002/58, αλλά από το εθνικό δίκαιο. Τα μέτρα πρέπει να συμμορφώνονται με το εθνικό συνταγματικό δίκαιο και τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ, με την εφαρμογή της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/58, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να εξαιρέσουν την υποχρέωση προστασίας του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων, όπως προβλέπεται αρχικά από το άρθρο 5 παράγραφος 1 της ίδιας οδηγίας, καθώς και από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που αναφέρονται ιδίως στα άρθρα 6 και 9, όταν αυτός ο περιορισμός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, της εθνικής άμυνας και της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και για την πρόληψη, έρευνα, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή την παράνομη χρήση του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Με την επιφύλαξη της τήρησης των υπολοίπων απαιτήσεων του άρθρου 52 παράγραφος 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο σκοπός της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας μπορεί να δικαιολογήσει μέτρα που επεμβαίνουν στα θεμελιώδη δικαιώματα με πιο σοβαρό τρόπο από ό,τι οι άλλοι σκοποί.

Σύμφωνα με την απόφαση που έχει ληφθεί, οι εθνικές αρχές που έχουν λάβει πρόσβαση στα δεδομένα που διατηρούνται από τους παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών για τους σκοπούς που αναφέρθηκαν προηγουμένως, πρέπει να ενημερώνουν τα άτομα που αφορούν, εάν αυτή η ενημέρωση δεν θέτει σε κίνδυνο τις έρευνες που διεξάγουν οι αρχές αυτές.

Η νομολογία του ΔΕΕ έχει αναγάγει τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας σε έναν σημαντικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Αυτό σημαίνει ότι μπορούν να ληφθούν μέτρα που περιορίζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, ακόμα και αν είναι πιο σοβαρά από αυτά που θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν από τους σκοπούς της καταπολέμησης του εγκλήματος γενικά, ακόμα και του σοβαρού εγκλήματος, καθώς και της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας.

Ωστόσο, η ενημέρωση του θιγόμενου ατόμου μετά τη λήξη του μέτρου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει πλέον απειλή για την ασφάλεια, αποτελεί αναγκαίο θεσμικό αντίβαρο στο πλαίσιο του κράτους δικαίου. Αυτό προστατεύει την επικοινωνία των πολιτών από την αυθαίρετη παρέμβαση των κρατικών αρχών, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι που το δικαιολογούν. Σύμφωνα με την οδηγία 2002/58, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πλήρης απαγόρευση της ενημέρωσης του θιγόμενου για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ακόμη και όταν δεν υπάρχει πλέον απειλή για τον σκοπό για τον οποίο επιβλήθηκε το μέτρο, αποτελεί υπερβολικό και αδικαιολόγητο περιορισμό της απαραβίαστης επικοινωνίας (ειδικότερα, έτσι πιστεύει μία Σύμβουλος).

Σύμφωνα με ένα μέλος του Συμβουλίου, η ρύθμιση του άρθρου 87 του νόμου 4790/2021, που απαγορεύει την ενημέρωση του θιγόμενου μετά τη λήξη του μέτρου άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, ακόμη και όταν δεν υπάρχει κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια που δικαιολογεί το μέτρο, αποτελεί υπέρμετρο περιορισμό της επικοινωνίας. Αυτός ο περιορισμός δεν δικαιολογείται στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και αντίκειται στα άρθρα 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος, 5 παράγραφος 1 και 15 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/58, 7, 8 και 11 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 8 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον, θεωρείται ανίσχυρη.

Για αυτόν τον λόγο, η πράξη που αμφισβητείται είναι μη νόμιμη σε μέρος που βασίζεται στην ανίσχυρη διάταξη που αναφέρθηκε προηγουμένως. Λόγω αυτού του δικαιολογημένου λόγου, η αίτηση πρέπει να γίνει εν μέρει αποδεκτή, η πράξη να ακυρωθεί εν μέρει και η υπόθεση να αναπεμφθεί στην Α.Δ.Α.Ε. για νέα, νόμιμη αξιολόγηση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της[3] με την κριθείσα ως ανίσχυρη διάταξη του άρθρου 87 του ν. 4790/2021. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο νεότερος νόμος 5002/2022 δεν εφαρμόζεται σε εκκρεμή αιτήματα γνωστοποίησης για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του παραλήπτη που έγιναν υπό το προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο. Αυτό συμβαίνει επειδή ο νεότερος αυτός νόμος θεσπίζει ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που καλύπτει ολόκληρη τη διαδικασία για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, από την υποβολή του σχετικού αιτήματος και την έγκριση του σχετικού μέτρου έως την γνωστοποίηση της άρσης.

Επιπλέον, η παράγραφος 9 του άρθρου 5 του νόμου 2225/1994, όπως ισχύει πριν από την τροποποίησή της, συμφωνεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναφορικά με τους περιορισμούς του απορρήτου των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών. Σύμφωνα με αυτήν, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να ενημερώνεται για τους λόγους που οδήγησαν στην άρση των επικοινωνιών του, προκειμένου να μπορεί να ασκήσει αποτελεσματική δικαστική προστασία. (συμφωνία του Αντιπροέδρου)

Η κατ’ άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 2225/1994,[4] όπως τροποποιήθηκε αρχικά με το άρθρο 12 του ν. 3115/2003 και στη συνέχεια με το άρθρο 37 παρ. 1 του ν. 4786/2021, διαδικασία ενημέρωσης των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων, δεν αποσκοπεί στο να γνωστοποιείται στα πρόσωπα αυτά το κείμενο της εισαγγελικής διάταξης περί άρσης του απορρήτου. Η απλή ενημέρωση και, συνεπώς, η μη πρόσβαση των εν λόγω πολιτικών προσώπων στην εισαγγελική διάταξη αντιδιαστέλλεται σαφώς, κατά τις προβλέψεις του νόμου, τόσο από τη χορηγούμενη πλήρη πρόσβαση, σε όλο το κείμενο της διάταξης, στον Πρόεδρο και τα εξουσιοδοτημένα προς τούτο μέλη της Α.Δ.Α.Ε., καθώς στον Υπουργό Δικαιοσύνης, στον οποίο κοινοποιείται η εισαγγελική διάταξη, όσο και από τη χορηγούμενη περιορισμένη πρόσβαση, μόνο στο διατακτικό αυτής, στον διευθύνοντα το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας και στον εποπτεύοντα το μέσο υπουργό. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που απέρριψε το αίτημα του αιτούντος να ενημερωθούν ο Πρόεδρος της Βουλής και οι αρχηγοί των κοινοβουλευτικών κομμάτων για το περιεχόμενο της εισαγγελικής διάταξης περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του, αιτιολογείται νομίμως, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμο.

Πηγή:  adjustice.gr Lawspot.gr 05/04/2024 08/04/2024

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κύλιση στην κορυφή